- εφόλκιο
- το (ΑΜ ἐφόλκιον) [εφολκός]ναυτ. μικρό πλοίο ή λέμβος που ρυμουλκείται πίσω από ένα μεγάλο πλοίο, εμπορικό ή πολεμικό, κν. φελούκα, σκαμπαβίαμσν.-αρχ.συνεκδ. παράρτημα, προσάρτημα, συμπλήρωμα, προσθήκηαρχ.1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἐφόλκιαέπιπλα καὶ αγώγιμα»2. (σύμφωνα με το το Λεξ. Ρητορ.) «ἐφόλκιατὰ ἐκ περιττοῡ ἐπιφερόμενα σκεύη τοῑς ἀποδημοῡσιν»3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφόλκιονπηδάλιον ἀπὸ τοῡ ἐφέλκεσθαι».
Dictionary of Greek. 2013.